βρεφουργώ

βρεφουργώ
βρεφουργῶ (-έω) (AM)
1. γεννώ
2. βρεφουργοῡμαι
(για τον Ιησού Χριστό) γίνομαι βρέφος, γεννιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + -ουργώ < -ουργός < έργον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… …   Dictionary of Greek

  • βρεφουργία — βρεφουργία, η (Μ) [βρεφουργώ] ο τοκετός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”